- μακροκυκλικός
- -ή, -ό1. (μυκητ.) (για μήκυτες σκωριάσεων) αυτός που παράγει περισσότερους από έναν τύπους διπύρηνων σπορίων2. φρ. «μακροκυκλικές ενώσεις»χημ. κυκλικές οργανικές χημικές ενώσεις, τα μόρια τών οποίων έχουν κυκλικούς δακτυλίους τών δέκα ή περισσότερων ατόμων.
Dictionary of Greek. 2013.